- καλαμεία
- κᾰλᾰμ-εία, ἡ,A reeds, in a collective sense, PTeb.5.199 (ii B.C.); crop of reeds (in form [suff] κᾰλᾰμ-μία), PLond.2.163.22 (i A.D.).2 (sc. γῆ) reed-land, PTeb.457 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλάμειος — καλάμειος, εία, ον (Α) [κάλαμος] το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμεία 1. κάλαμος, καλαμιά 2. φρ. «καλαμεία [γη]» γη γεμάτη καλάμια, καλαμιώνας … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek